Τα μεγαλύτερα παιδιά ηλικίας 6 έως 10 ετών προτιμούν, πλέον, διδακτικά παραμύθια για διάβασμα που είναι ολοκληρωμένες και γεμάτες ιστορίες.
Τα παιδιά ενδιαφέρονται για τα παιδικά παραμύθια από νεαρή ηλικία. Ο τόνος αφήγησης, οι αφηγηματικές τεχνικές και η εμφάνιση φανταστικών όντων βοηθάνε σε αυτό. Οι εικόνες των παραμυθιών είναι σημαντικές για το παιδί. Όμως η ουσία ενός παραμυθιού βρίσκεται στην πλούσια εικαστική γλώσσα του κειμένου.
Έτσι, η φύση, η εξέλιξή και η σύγχρονη επανάσταση ενός παιδικού παραμυθιού είναι να εκπαιδεύει τους νέους αναγνώστες να αναπτύξουν κρίσιμες δεξιότητες. Η κατανόηση των θεμάτων, των μοτίβων, της γλώσσας και του ύφους ενός παιδικού παραμυθιού μπορεί να αποτελέσει μεγάλη έμπνευση. Τα στερεότυπα φύλου και κοινωνικής τάξης, αποδομούνται με τη σύγκριση μεταξύ του τότε και του σήμερα. Αυτό βοηθά την ανάπτυξη της κριτικής σκέψης.
Η κριτική ανάγνωση αποτελεί ένα καλό μεθοδολογικό πλαίσιο για τη διδακτική ερμηνεία ενός παραμυθιού. Πριν διαβάσουμε ένα παραμύθι στο σπίτι (ή στην τάξη για τους εκπαιδευτικούς), κινητοποιούμε το παιδί και διαμορφώνουμε έναν ορίζοντα των προσδοκιών του. Είναι σημαντικό να έχουμε κατά νου ότι η έννοια του κειμένου δεν υπάρχει ανεξάρτητα από τον αναγνώστη, δηλαδή το παιδί συμμετέχει ενεργά και κατασκευάζει το νόημα του κειμένου λαμβάνοντας υπόψη τη δική του εμπειρία.
Κατά συνέπεια, κατά τη διάρκεια της ανάγνωσης χρησιμοποιείται η τεχνική «κοπής» δηλαδή πραγματοποιείται μια παύση της ανάγνωσης σε εκείνα τα τμήματα τα οποία είναι ιδιαίτερα δραματικά χρωματισμένα, έτσι ώστε το παιδί να προβληματιστεί και να συζητήσει την πιθανή πορεία μιας ενέργειας. Με αυτό τον τρόπο επιτυγχάνεται συναισθηματική εμπειρία και κατανόηση. Το παιδικό παραμύθι έτσι γίνεται μία μέθοδος ανάπτυξης των κοινωνικο-συναισθηματικών, γνωστικών και συνθετικών ικανοτήτων του παιδιού.